- ἀσπάλακες
- ἀσπάλαξblind-ratmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυφλοποντικός — και τυφλοπόντικας, ο, και τυφλοπόντικο, το, Ν κοινή ονομασία τών τρωκτικών που ανήκουν στις οικογένειες σπαλακίδες και βαθυεργίδες, μοιάζουν με ασπάλακες, από όπου και η λόγια ονομασία τους ποντικοί ασπάλακες, είναι προσαρμοσμένοι στην υπόγεια… … Dictionary of Greek
μεγαπανίδα — η ζωολ. εδαφόβια ζώα, όπως είναι οι γεωσκώληκες και τα σπονδυλόζωα ασπάλακες, ποντίκια, λαγοί, κουνέλια, φίδια, σαύρες και σκίουροι, που αποτελούν τον κύριο παράγοντα εδαφικής ανακύκλωσης και ανακατανομής … Dictionary of Greek
νωτορύκτης — (notoryctes). Γένος μαρσιποφόρων της οικογένειας των Νωτορυκτιδών που αριθμεί ένα μόνο είδος, τον ν. τον τύφλωπα. Ζει στις αμμώδεις περιοχές της Αυστραλίας και μοιάζει με τους ασπάλακες της Ευρώπης. * * * ο ζωολ. μαρσιποφόρο θηλαστικό τής… … Dictionary of Greek
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
χρυσοχλωρίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια εντομοφάγων θηλαστικών που μοιάζουν με ασπάλακες και απαντούν στην Αφρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chrysochloridae (< χρυσοχλωρίς, ιδος)] … Dictionary of Greek